σκριβλίτης

σκριβλίτης
σκριβλίτης
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκριβλίτης — ὁ, Α είδος πίτας με τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scrīb(i)līta. Η άποψη ότι η λατ. λ. είναι δάνεια από την Ελληνική και ότι συνδέεται με το επί θ. στρεβλός μέσω ενός αμάρτυρου τ. *στρεβλίτης δεν θεωρείται πιθανή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”